χαριτογλωσσώ

χαριτογλωσσώ
χαριτογλωσσῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. χαριτογλωττῶ Α
λέω γλυκά λόγια, μιλώ κολακευτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -γλωσσῶ (< -γλωσσος < γλῶσσα), πρβλ. ὁμο-γλωσσῶ / -γλωττῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαριτογλωττίζω — Α χαριτογλωσσώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. χαριτογλωσσῶ / χαριτογλωττῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • χαριτογλωττώ — έω, Α (αττ. τ.) βλ. χαριτογλωσσώ …   Dictionary of Greek

  • χαριτόγλωσσος — η, ο, Ν αυτός που μιλά με καλά λόγια, κολακευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. χαριτογλωσσώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1681 στον Φρ. Σκούφο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”